μελετῶντας

μελετῶντας
μελετάω
take thought
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… …   Dictionary of Greek

  • ράδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ra· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 88, ατομικό βάρος 226,05 και 13 ισότοπα, όλα ραδιενεργά, τέσσερα από τα οποία συναντώνται στη φύση. Το ανακάλυψαν το 1898 οι Πιερ …   Dictionary of Greek

  • Βερνέ — (Vernet). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ζωγράφων. 1. Κλοντ Ζοζέφ Β. (Claude Joseph Vernet, Αβινιόν 1714 – 1789). Από τον πατέρα του, Αντουάν B., επίσης ζωγράφο, διδάχτηκε σε παιδική ηλικία το σχέδιο. Σε ηλικία 18 ετών πήγε στην Ιταλία όπου παρέμεινε …   Dictionary of Greek

  • έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… …   Dictionary of Greek

  • Μάσλοου, Άμπρααμ Χάρολντ — (Abraham Harold Maslow, Νέα Υόρκη 1908 – Καλιφόρνια 1970). Αμερικανός ψυχολόγος. Φοίτησε στο Σίτι Κόλετζ της Νέας Υόρκης και στο πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν, όπου απέκτησε πτυχίο ψυχολογίας (1930), μεταπτυχιακό (1931) και διδακτορικό τίτλο… …   Dictionary of Greek

  • Πλούτων — I Ο θεός του Κάτω Κόσμου των αρχαίων Ελλήνων, που ονομαζόταν και Άδης, Αΐδης, Αϊδωνεύς, Πλουτεύς. Ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Δία και του Ποσειδώνα και, κατά τον Ησίοδο, αδελφός επίσης της Εστίας και της Δήμητρας. Είχε πάρει… …   Dictionary of Greek

  • ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • αργό — Χημικό στοιχείο, που ανήκει στην ομάδα των ευγενών αερίων. Έχει σύμβολο Ar, ατομικό αριθμό 18 και ατομικό βάρος 39,944· λιώνει στους 189,4°C και βράζει στους 185,4°C κάτω από πίεση μίας ατμόσφαιρας. Ο Χένρι Κάβεντις, μελετώντας τον αέρα το 1785,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”